Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 10


Ὁ Ἅγιος Χαράλαµπος
Ἦταν Ἱερέας στὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ ζωή του ἦταν µία συνεχὴς ὑπηρεσία ἀφοσίωσης στὸ Χριστὸ καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Ὅταν τὸ 198 ὁ Σεπτίµιος Σεβῆρος ἐξαπέλυσε διωγµὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Λουκιανὸς ἔφερε µπροστά του τὸ Χαράλαµπο καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν βασάνιζε πολὺ σκληρά, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὁ γέροντας Ἱερέας χαµογέλασε καὶ ἀπάντησε: «Ἐµεῖς οἱ χριστιανοί, εἴµαστε ἐξοικειωµένοι µὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς πολέµους, ὅπως οἱ γενναῖοι στρατιῶτες δὲν ἐπιθυµοῦν τὸν ἥσυχο θάνατο στὸ κρεβάτι, ἀλλὰ τὸν δοξασµένο τῆς µάχης. Σὲ µένα ὑπάρχουν τὰ γηρατειά, ἀλλὰ νὰ µάθετε καλὰ ὅτι στοὺς δικούς µας ἀγῶνες τὸ πᾶν εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ἀποφασιστικότητα, ἡ αὐταπάρνηση. Αὐτὰ δὲν πέφτουν µὲ τὴν ἡλικία, ἀλλὰ µένουν πάντοτε ἀνθηρὰ καὶ νέα. Ἀµφιβάλλεις, ἔπαρχε; Δοκίµασε. Καὶ θὰ δεῖς ὅτι µὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου µου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ κουρασθοῦν ὅλοι οἱ ἀκµαῖοι δήµιοί σου, χωρὶς ὁ ἱερέας Χαράλαµπος νὰ ζητήσει τὴν ἐπιείκειά σου». Ἐκνευρισµένος ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἔπαρχος, διατάζει καὶ τὸν γδέρνουν ζωντανό. Αὐτός, ὅµως, ἀντὶ νὰ σπαράζει ἀπὸ τὸν πόνο, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀντοχὴ ποὺ τοῦ ἔδινε. Τότε πολλοὶ δήµιοι, ποὺ ἔβλεπαν αὐτὸ τὸ θαῦµα, πίστεψαν στὸ Χριστό. Φοβισµένος ὁ ἔπαρχος τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Σεβῆρος, µὴ µπορῶντας νὰ τὰ βγάλει πέρα µαζί του, τὸν ἀποκεφάλισε σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν.

Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Γυναῖκες
Αὐτὲς ἦταν παροῦσες στὸ µαρτύριο τοῦ ἁγίου Χαραλάµπους, καὶ ἀφοῦ εἶδαν τὰ θαύµατά του, πίστεψαν στὸν Χριστό, τὸν ὁµολόγησαν καὶ ἀποκεφαλίστηκαν στὴ Μαγνησία.

Οἱ Ἅγιοι Βάπτος (ἢ Δαῦκτος) καὶ Πορφύριος
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ βασάνισαν µετὰ ἀπὸ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου τὸν ἅγιο Χαράλαµπο. Ἐπειδὴ ὅµως στὶς καρδιές τους ὑπῆρχε εὐσεβὴς διάθεση, ὁ Θεὸς τοὺς ἔφερε στὸ δρόµο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἠθικὴ λάµψη, ποὺ καταύγαζε τὸν µάρτυρα, φώτισε τὴν ψυχή τους καὶ τὴν ἔκανε νὰ πιστέψει στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀφοῦ πέταξαν τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ζητοῦσαν συγχώρηση. Ἡ φανερὴ αὐτὴ ἐνέργειά τους ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστης, κίνησε ἐναντίον τους τὴν µανία τοῦ ἐπάρχου, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ ἀποκεφαλιστοῦν ἐπὶ τόπου καὶ νὰ πάρουν ἔτσι τὸ αἰώνιο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.

Οἱ Ἁγίες Ἐνναθᾶ, Οὐαλεντίνη καὶ ὁ ἅγιος Παῦλος
Ἡ Ἐνναθᾶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γάζα καὶ ἡ Οὐαλεντίνη ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ὅταν διώκονταν οἱ χριστιανοὶ καὶ βασανίζονταν στὴν Παλαιστίνη, καταγγέλθηκε καὶ ἡ Ἐνναθᾶ στὸν ἡγεµόνα Φιρµιλιανό. Ἡ γενναία κόρη δήλωσε ἀµέσως ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ συµβούλευσε τὸν ἡγεµόνα νὰ µελετήσει καὶ αὐτὸς τὴν χριστιανικὴ θρησκεία γιὰ νὰ βρεῖ τὴν σωτηρία του. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέµενε στὴν ὁµολογία της, τὴν ἔδεσαν σ΄ ἕνα ξύλο καὶ τὴν βασάνιζαν ποικιλοτρόπως. Ἀλλὰ τὸ µαρτύριό της ἔβλεπε καὶ ἡ Οὐαλεντίνη. Ἡ τίµια ψυχή της δὲν µπόρεσε νὰ ὑποφέρει τὴν σιωπή. Ἀποφασιστικὰ προχώρησε καὶ ἔκανε παρατηρήσεις στὸν Φιρµιλιανό. Τότε καὶ αὐτὴ εἶχε τὴν ἴδια τύχη µὲ τὴν Ἐνναθᾶ. Ὅµως, τὴν στιγµὴ ἐκείνη, παρουσιάστηκε κάποιος νέος, ποὺ ὀνοµαζόταν Παῦλος καὶ µὲ θάῤῥος στιγµάτισε τὸ κακούργηµα τοῦ Φιρµιλιανοῦ. Αὐτὸς τότε ἐξοργισµένος, διέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Παῦλο καὶ νὰ κάψουν ζωντανὲς τὴν Ἐνναθᾶ καὶ τὴν Οὐαλεντίνη. Ἔτσι οἱ τρεῖς Ἅγιοι Μάρτυρες πῆραν τὰ οὐράνια ἀθάνατα στεφάνια.

Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Πατριάρχης Ἱεροσολύµων
Σύµφωνα µὲ τοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» τοῦ Μ. Γαλανοῦ, οἱ διάφοροι Συναξαριστὲς καθὼς καὶ τὰ Μηναῖα, ἀπὸ παραδροµὴ ἀναφέρουν τὴν ἡµέρα αὐτὴ µνήµη τοῦ Ἀναστασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐννοοῦν δὲ τὸν Ἀναστάσιο ἐκεῖνο, ποὺ διαδέχτηκε τὸν πατριάρχη Γερµανὸ ἀφοῦ τὸν ὑποστήριξε ὁ Λέων ὁ Γ΄ καὶ συνέπραξε ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων. Αὐτὸς ἦταν τόσο µισητὸς στὸν κόσµο τῶν ὀρθοδόξων, ὥστε, καθὼς ἐξιστορεῖ ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύµων, τὴν στιγµὴ ποὺ γινόταν πατριάρχης, εὐσεβεῖς καὶ σεµνὲς γυναῖκες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὤρµησαν στὴν Ἐκκλησία µὲ πέτρες καὶ ξύλα, καί, φωνάζοντάς τον πληρωµένο προδότη καὶ λύκο, τὸν ἔδιωξαν. Τέτοιος ἐλεεινὸς Ἱεράρχης, δὲν ἔχει φυσικὰ καµιὰ θέση στὴν τάξη τῶν Ἁγίων. Ἀντ΄ αὐτοῦ ἡ τιµὴ ἀνήκει σὲ ἄλλο Ἀναστάσιο, πατριάρχη Ἱεροσολύµων, ποὺ ὑπῆρξε ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν θεάρεστη ζωή του. Ἔχασε µάλιστα καὶ τὸ θρόνο του ὑποστηρίζοντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα. Τὴν ὀρθὴ αὐτὴ γνώµη χρεωστοῦµε στὸ σοφὸ πατριάρχη Κωνστάντιο τὸν Α΄.

Μνήµη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου

Ὁ Ὅσιος Ζήνων
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ γιὸς πλουσίων καὶ εὐγενῶν γονέων. Ἐπὶ βασιλέως Οὐάλη (365) ἔκανε χρέη διακοσµητὴ τῶν γραµµάτων του. Ὅταν πέθανε ὁ Οὐάλης, ἀµέσως ὁ Ζήνων ἔριξε τὴν στρατιωτικὴ ζώνη καὶ ἀφοῦ βρῆκε ἕνα µεγάλο τάφο (πολλοὺς τέτοιους τάφους εἶχε τὸ βουνὸ τῆς Ἀντιοχείας) µπῆκε µέσα σ΄ αὐτὸν καὶ καθάριζε τὴν ψυχή του µὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τὸ στρῶµα του ἦταν µία στοῖβα ἀπὸ χορτάρια πάνω σὲ πέτρες. Ἦταν ντυµένος µὲ ἕνα τριµµένο ῥάσο, ἡ τροφή του λίγο ψωµί, ποὺ τοῦ ἔφερνε κάθε δυὸ µέρες κάποιος φίλος του καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔφερνε ἀπὸ πολὺ µακριὰ ὁ ἴδιος. Ἔτσι πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό. Γι΄ αὐτό λέγεται ὅτι, ὅταν ἐπέδραµαν στὸν τόπο ἐκεῖνο οἱ Ἴσαυροι καὶ σκότωναν πολλοὺς ἀσκητές, ὁ Ζήνων µὲ τὴν προσευχή του τοὺς τύφλωσε, µὲ ἀποτέλεσµα αὐτοὶ νὰ µὴ βλέπουν τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ζήνων, σὲ βαθιὰ γεράµατα παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή του στὸν Θεό.

Διήγηση Περί ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ Σεβασµοῦ τῆς Ἱερᾶς Λειτουργίας
Περιληπτικὰ ἡ διήγηση ἔχει ὡς ἑξῆς: Στὶς ἡµέρες τοῦ βασιλιᾶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395), ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ πλούσιος, ποὺ ὀνοµαζόταν Ἰουλιανός. Αὐτὸς εἶχε καὶ ἕνα γιό, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Ὅταν γέρασε, ἔπεσε σὲ µεγάλη φτώχεια καὶ τότε κάλεσε τὸν γιό του γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάτι σηµαντικό. Τοῦ ζήτησε λοιπὸν νὰ τὸν πουλήσει σὰν δοῦλο του, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῶν τελευταίων χρόνων τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ µὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν ἀφέντη του καὶ ὅταν εἶχε θεία Λειτουργία, πρῶτα θὰ πήγαινε σ΄ αὐτὴ καὶ ἔπειτα θὰ συνέχιζε πρόθυµα τὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι θὰ εἶχε θαυµατουργικὲς εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ὑπάκουος γιὸς δέχτηκε τὸ αἴτηµα τοῦ πατέρα του, ποὺ τὴν ἑπόµενη µέρα τὸν πούλησε σ΄ ἕναν πατρίκιο τοῦ παλατιοῦ, τὸν Κων/νο. Αὐτὸς ἀγάπησε πολὺ τὸν Θεόφιλο γιὰ τὴν προθυµία καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Κάποτε ὅµως ὁ πατρίκιος ξέχασε τὸν χαρτοφύλακα στὸ δωµάτιό του καὶ ἔστειλε τὸν Θεόφιλο νὰ τοῦ τὸν φέρει. Ὁ Θεόφιλος µπῆκε στὸ δωµάτιο τὴν ὥρα ποὺ ἡ κυρία του µοιχευόταν µὲ ἕνα δοῦλο της. Ἀλλ΄ ὁ Θεόφιλος ἐπάνω στὴ βιασύνη του δὲν τοὺς πρόσεξε καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸν χαρτοφύλακα βγῆκε ἀπὸ τὸ δωµάτιο. Ἡ πονηρὴ ὅµως γυναῖκα τοῦ πατρικίου, συκοφάντησε τὸν Θεόφιλο στὸν ἄντρα της ὅτι δῆθεν τὴν βίασε. Τότε ὁ πατρίκιος θυµωµένος, συνεννοήθηκε µὲ τὸν ἔπαρχο νὰ τοῦ στείλει τὸν Θεόφιλο γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Στὸ δρόµο γιὰ τὸν ἔπαρχο, ὁ Θεόφιλος συνάντησε ναὸ ποὺ εἶχε θεία Λειτουργία καὶ µπῆκε µέσα γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ. Ἐπειδὴ ἀργοῦσε, ὁ πονηρὸς δοῦλος εἶπε στὸν πατρίκιο νὰ πάει αὐτὸς νὰ φέρει τὸ κεφάλι τοῦ Θεόφιλου, ποὺ θὰ ἦταν ἤδη κοµµένο. Ὅταν ἔφτασε στὸν ἔπαρχο ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁ δήµιος ποὺ καραδοκοῦσε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, νόµισε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἔτσι τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἀµέσως µετὰ ἔφτασε καὶ ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ σακὶ µὲ τὸ κεφάλι τὸ µετέφερε στὸν πατρίκιο, χωρὶς νὰ γνωρίζει τίποτα. Ὁ πατρίκιος καὶ ἰδιαίτερα ἡ γυναῖκα του, ὅταν εἶδαν ζωντανὸ τὸν Θεόφιλο καὶ τὸ κεφάλι τοῦ πονηροῦ δούλου µέσα στὸ σακί, ἔµειναν ἄφωνοι. Ἡ γυναῖκα τοῦ πατρικίου τότε, ἔντροµη γιὰ τὴν θεία δίκη, ἐξοµολογήθηκε τὴν ἀλήθεια στὸν ἄντρα της καὶ ζήτησε δηµόσια συγχώρηση. Ἔτσι ὁ πατρίκιος, ἀγάπησε ἀκόµα περισσότερο τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν ἔκανε κληρονόµο σ΄ ὅλη του τὴν περιουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου